ἰσχνός — dry masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχνός — ή, ό (ΑΜ ἰσχνός, ή, όν) 1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη») 2. (για φωνή) σιγανός, άτονος νεοελλ. 1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα») 2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)… … Dictionary of Greek
ισχνός — ή, ό επίρρ. ά 1. λεπτός, αδύνατος, άπαχος: Ισχνό ζώο. – Ισχνός άνθρωπος. 2. άτονος, σιγανός: Ισχνή φωνή. 3. άγονος: Ισχνή γη. 4. πενιχρός, φτωχός: Ισχνό βαλάντιο. – Ισχνά οικονομικά μέσα. – Ισχνός μισθός. 5. απλός, λιτός: Ισχνό ύφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσχνά — ἰσχνός dry neut nom/voc/acc pl ἰσχνά̱ , ἰσχνός dry fem nom/voc/acc dual ἰσχνά̱ , ἰσχνός dry fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνότερον — ἰσχνός dry adverbial comp ἰσχνός dry masc acc comp sg ἰσχνός dry neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχνεύω — [ισχνός] γίνομαι όλο και περισσότερο ισχνός, αδυνατίζω … Dictionary of Greek
ἰσχνοτάτων — ἰσχνός dry fem gen superl pl ἰσχνός dry masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνοτέραις — ἰσχνός dry fem dat comp pl ἰσχνοτέρᾱͅς , ἰσχνός dry fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνοτέρων — ἰσχνός dry fem gen comp pl ἰσχνός dry masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνῶν — ἰσχνός dry fem gen pl ἰσχνός dry masc/neut gen pl ἰσχνόω make dry pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἰσχνόω make dry pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἰσχνόω make dry pres part act masc nom sg ἰσχνόω make dry pres inf act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνόν — ἰσχνός dry masc acc sg ἰσχνός dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)